Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

Οι συγκρούσεις στο πλαίσιο του σύγχρονου σχολείου.

Του  Ιωάννη Β. Τσάγκα 
Δρ. Θεολογίας – Mr. Παιδαγωγικής
Σχολικού Σύμβουλου Θεολόγων

Οι συγκρούσεις είναι ένα από τα φλέγοντα φαινόμενα και θέματα  του σύγχρονου σχολείου. Η αύξηση της διαφορετικότητας και της πολυμορφίας του μαθητικού πληθυσμού και η διεκδίκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου σε κάθε κοινωνία παρέχουν ευκαιρίες για να έλθουν στην επιφάνεια αποκλίνουσες συμπεριφορές μεταξύ των καθηγητών, των μαθητών, αντιλήψεις, απόψεις, θέσεις και δίνουν αφορμή για ποικίλες συγκρούσεις που σε ακραίες καταστάσεις κάνουμε λόγο για εκφοβισμό (bylling). Οι τελευταίες μελέτες δείχνουν ότι το πρόβλημα του εκφοβισμού και της θυματοποίησης είναι υπαρκτό με το ποσοστό των παιδιών που έχουν πέσει θύματα εκφοβισμού σχεδόν το 10% του μαθητικού πληθυσμού (Αν. Ματσοπούλου, Ιούνιος 2009, Εισαγωγή, σελ. 1). Ο όρος στη διεθνή παιδαγωγική βιβλιογραφία εισήχθη το 1975 και αναφέρεται στο φαινόμενο της κοινωνικής απομόνωσης, του εκφοβισμού και τις βίαιες και συστηματικές παρενοχλήσεις παιδιών και εφήβων από παρέες συνομηλίκων (D. Olweys 1993:280).


Συνήθως και μέχρι σήμερα στα σχολεία και στο περιβάλλον τους αποδίδονταν ιδιαίτερη έμφαση στη διαδικασία της μάθησης και της κοινωνικοποίησης και σημαντικά ζητήματα, όπως...
η επίλυση των συγκρούσεων και η συνεργατικότητα, ως στάση ζωής, πολλές φορές έμεναν στο περιθώριο. Παρατηρούμε όμως ότι και τα δύο, δηλαδή σύγκρουση και συνεργατικότητα έχουν ως στοιχεία αναφοράς τη μάθηση και την κοινωνικοποίηση με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους τις ανάγκες, τις προσδοκίες, τον αυτοέλεγχο, τη γνώση, τις πεποιθήσεις και τις ικανότητες των ατόμων του σχολικού περιβάλλοντος που διαμορφώνεται ούτως ή άλλως από κοινωνικές νόρμες, ιστορικό σχέσεων, δομές καθηκόντων και ανταμοιβών, κουλτούρα κλπ.(Κ. Φασούλη, Αθήνα 2006, σ. 520).

Το συγκρουσιακό φαινόμενο στο σχολικό περιβάλλον μεταφράζεται σε βία, η οποία λαμβάνει δραματικές διαστάσεις και γι’ αυτό στον ευρωπαϊκό χώρο, ύστερα από διαβούλευση υιοθετήθηκε, μέσω ενός ηλεκτρονικού δημοψηφίσματος ο Ευρωπαϊκός χάρτης για δημοκρατικά σχολεία χωρίς βία. Πρόκειται για ένα κείμενο επτά σημείων που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ένα ανοικτό στην τοπική κοινωνία σχολείο, με υπεύθυνους μαθητές, δασκάλους και γονείς, αποφασισμένους να οργανώσουν δημοκρατικούς θεσμούς επίλυσης των διαφορών αντιμετώπισης των βίαιων συμπεριφορών. (Κ. Φασούλης, ο.π. σ. 523).

Οι θεωρητικοί που ασχολούνται με το πρόβλημα των συγκρούσεων δεν κατέληξαν σ’ έναν ενιαίο ορισμό για το φαινόμενο των συγκρούσεων. Η σύγκρουση ορίζεται ως το αποτέλεσμα της διαφωνίας, της έκφρασης αντίθετης γνώμης και έχει προεκτάσεις τόσο αρνητικές (ενδοατομική σύγκρουση) μέχρι και ενδοοργανωσιακές (αντίθεση ομάδων εντός του οργανισμού, εν προκειμένω του σχολείου) ή διοργανωσιακές (σύγκρουση μεταξύ δυο οργανισμών – σχολείων).

Η σύγκρουση μπορεί να οριστεί ως η διάσπαση ή κατάστση δυσαρμονίας ή ανταγωνισμού ή εχθρικής συμπεριφοράς που απορρέουν από αντικρουόμενα συμφέροντα, ανάγκες, πεποιθήσεις κ.τ.λ. Σε μια σύγκρουση δυο τουλάχιστον μέλη, οι αποκαλούμενοι παράγοντες βρίσκονται σε διαμάχη γύρω από ένα ζήτημα (Βλ. Pawlak 1998: 65). Κατ’ άλλους η σύγκρουση είναι: α) διαδικασία κατά την οποία ένα μέρος αντιλαμβάνεται ότι τα συμφέροντά του είναι αντίθετα από τους άλλους ή επηρεάζονται από τους άλλους (Putman and Poole 1987, Woll J.A and Callister R.P., Vol 21, 1995: 517) και β) Σύγκρουση έχουμε όταν η διαδικαστική διαδικασία εκδηλώνεται σε ασυμβατότητα, διαφωνία ή παραφωνία εντός ή μεταξύ των κοινωνικών φορέων.

Η σύγκρουση στη σχολική κοινότητα είτε ως έννοια της ειλικρινούς διάστασης απόψεων, η οποία πηγάζει από την παρουσία εναλλακτικών τρόπων στάσης, είτε ως γνήσια σύγκρουση συμφερόντων ή προσωπικοτήτων δεν είναι απλώς αναπόδραστη, αλλά και πολύτιμο κομμάτι της σχολικής ζωής.  (Everard Morris, 1999: 119).

Τόσο το πρόβλημα των σχολικών συγκρούσεων όσο και το του σχολικού εκφοβισμού ή της σχολικής επιθετικότητας είναι υπαρκτά σήμερα, αφορά τα ζητήματα της συμπεριφοράς του διδακτικού προσωπικού και των μαθητών και γι’ αυτό χρήζει ιδιαίτερης προσοχής και παιδαγωγικής αντιμετώπισης.

Από τα διεθνή και ελληνικά δεδομένα της έρευνας διαφαίνεται ότι ο εκφοβισμός ως μια μορφή επιθετικής συμπεριφοράς και έχοντας άμεση σχέση με τη σχολική βία είναι ένα φαινόμενο το οποίο απασχολεί σε διεθνές επίπεδο την πνευματική ατζέντα από τη δεκαετία του 90. Τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει ν’ απασχολεί ερευνητικά και τη χώρα μας καθώς παρουσιάζεται αυξητική τάση του φαινομένου (Β. Κατσίγιαννη Ρόδος 2006: 20, Christina Athanasiades and Vassilαki, 2010, p. 328).

Εξ άλλου η οικονομική κρίση τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα οδήγησε σε ανεργία, μειώσεις μισθών και συντάξεων με αποτέλεσμα να δημιουργούνται καθημερινές αναταραχές και δυσαρέσκειες και ποικίλες συγκρούσεις σ’ όλους τους εργασιακούς χώρους άρα και στα σχολεία. Τα σχολεία μεταβάλλονται ως οργανισμοί, εκείνα πρώτα σε κέντρα έντασης. Ο χώρος του σχολείου ευνοεί την ανάπτυξη σχέσεων, εντάσεων και συγκρούσεων, γιατί υπάρχει ευνοϊκό κλίμα για αλληλεπίδραση, όπως και πιθανότητες για συμπάθειες και αντιπάθειες. Αυτές οι συμφωνίες και διαφωνίες μεταξύ των ομάδων των μαθητών και των συλλόγων των καθηγητών οδηγούν σε συγκρούσεις (Abdul Chaffar, Number II, p. 213).

Από τα όσα αναφέρθηκαν προκύπτει ότι οι συγκρούσεις στο πλαίσιο του σύγχρονου σχολείου είναι ένα απαραίτητο και συνάμα αναπόφευκτο φαινόμενο εξαιτίας του ότι υπάρχει ανθρώπινη αλληλεπίδραση και υποβόσκει πάντα η πιθανότητα για προσωπικές συμπάθειες και αντιπάθειες. Τα σχολεία όπως και οι άλλοι χώροι εργασίας – «οργανισμοί» είναι επιρρεπείς σ’ έναν άλλο τύπο συγκρούσεων και έχουν την αφετηρία τους σε διαφορετικά αίτια. Γι’ αυτό πριν προχωρήσουμε στη διαχείριση των σχολικών συγκρούσεων και αναφερθούμε σε συγκεκριμένο περιστατικό ενδοσχολικής σύγκρουσης κρίθηκε απαραίτητο να περιγράψουμε τους κυρίως τύπους κατηγορίες των σχολικών συγκρούσεων και να αναφερθούμε στα σπουδαιότερα αίτια των συγκρούσεων στα σχολεία. Το να τροποποιηθούν τα οικοσυστήματα μέσα στα οποία διακυβεύεται η ζωή και το μέλλον των παιδιών και των εφήβων (Σχολεία – Οικογένεια και τοπικές κοινωνίες  -  μικροσυστήματα) θα πρέπει να είναι μια από τις πιο βασικές προτεραιότητες του παιδαγωγικού και καθοδηγητικού ρόλου των Σχολικών ηγετών (Σχολικών Συμβούλων – Δντών – Σχολικών Ψυχολόγων) κ.λ.π. (Α. Ματσοπούλου/Σχολική Ψυχολογία, Αθήνα 2005).
 
Αίτια και τύποι ή κατηγορίες των ενδοσχολικών συγκρούσεων 
 
Οι κύριες πηγές των ενδοσχολικών συγκρούσεων σύμφωνα με τα ερευνητικά και βιβλιογραφικά δεδομένα εντοπίζονται στην όχι καλή επικοινωνία διδασκόντων και μαθητών, στελεχών (Δ/ντων – Υπ/δντων) και διδασκόντων καθηγητών/τριων, στο ανταγωνιστικό πνεύμα, στην επιθυμία για αυτονομία και στις  αποκλίσεις από τους στόχους και στην απουσία κάλυψης των βασικών αναγκών, τόσο των μαθητών όσο και του διδακτικού προσωπικού: «Τα άτομα και οι ομάδες έχουν αδιαμφισβήτητες ανάγκες για ταυτότητα, αξιοπρέπεια, ασφάλεια, ισότητα και ανάγκη για συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων που επηρεάζει τα αναφερθέντα. Ματαίωση ή απογοήτευση από αυτές τις βασικές ανάγκες γίνονται πηγές της κοινωνικής σύγκρουσης». (Gray J.L. and Strake, 1984, p. 483 και εξής).

Οι αιτίες των ενδοσχολικών συγκρούσεων, γενικά διαλαμβάνουν κοινούς πόρους, διαφορές στους στόχους, διαφορά στις αντιλήψεις και τις αξίες, διαφωνίες όσον αφορά τις απαιτήσεις ρόλου, τη φύσης της εργασίας, τις δραστηριότητες, τις μεμονωμένες προσεγγίσεις και το στάδιο της οργανωτικής ανάπτυξης (1983, p. 187).

Ειδικότερες αιτίες που συντελούν στη δημιουργία συγκρούσεων στους οργανισμούς, άρα και στα σχολεία αναφέρονται οι εξής: 1) Οι συγκρουόμενοι στόχοι, 2) Οι περιορισμοί στους πόρους, 3) Οι διαφορετικές αντιλήψεις/αξιακό σύστημα, 4) Η οργάνωση, 5) Η κακή επικοινωνία, 6) Ο ζωτικός χώρος δηλαδή η σφαίρα επιρροής, που τα άτομα ή ομάδες προσπαθούν να διευρύνουν σε βάρος της σφαίρας επιρροής της άλλης πλευράς με αποτέλεσμα η διαδικασία της διεύρυνσης της σφαίρας επιρροής να προκαλεί συγκρούσεις.

Σε συνάφεια με τις παραπάνω αναφέρονται από άλλους έξι πηγές σύγκρουσης: α) Περιορισμός χώρων, β) Αλληλένδετες δραστηριότητες εργασίας, γ) Διαφοροποίηση δραστηριοτήτων, δ) Προβλήματα επικοινωνίας, ε) Διαφορά αντιλήψεων και στ) Το εργασιακό περιβάλλον. (K. Thomas, Chicago 1976).

Οι ενδοσχολικές συγκρούσεις βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση και υποβόσκουν (υπάρχουν) εξαιτίας των διαφορετικών απόψεων και της ασυμβατότητας αυτών των απόψεων (Owens 1995). Θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε την άποψη ότι οι συγκρούσεις στα σχολεία είναι ενδοατομικές, διαμαθητικές, μεταξύ των μελών του διδακτικού προσωπικού του σχολείου μεταξύ των καθηγητών/τριων και του Δντη/Δντριας και μεταξύ της σχολικής ηγεσίας και της κεντρικής διοίκησης – Περιφέρειας – Υπουργείου Παιδείας (Owens 1995). Κατ’ άλλους ερευνητές μια βασική διάκριση – ταξινόμηση των συγκρούσεων είναι: α) Ατομικές, β) Οργανωσιακές, γ) Συγκρούσεις μεταξύ οργανώσεων ή ομάδων (Stoner 1985).

Τα σχολεία είτε το θέλουμε, είτε όχι είναι χώροι όπου συχνά – πυκνά παρατηρούμε σκηνές συγκρούσεων μεταξύ μαθητών, αλλά και μεταξύ του διδακτικού προσωπικού, όπως σε όλους τους χώρους όπου είναι συγκεντρωμένοι και εργάζονται ή μαθαίνουν πολλοί άνθρωποι. Οι εκπαιδευτικοί δάσκαλοι και καθηγητές φαίνεται να είναι εξοικειωμένοι με τις συγκρούσεις μεταξύ των μαθητών τους και μεταξύ των συναδέλφων τους και πολλές φορές ισχυρές ενδείξεις συνηγορούν στο ότι ουσιαστικές συγκρούσεις έχουν ή σχετίζονται με ωφέλιμα αποτελέσματα. Οι συγκρούσεις είναι μέρος της φύσης του ανθρώπου και εκδηλώνονται σε κάθε οργανισμό∙ άλλοτε σε μικρότερη και άλλοτε σε μεγαλύτερη ένταση και έκταση μεταξύ του ανθρώπινου δυναμικού∙ οι άνθρωποι και τα παιδιά και οι έφηβοι κατ’ επέκταση, αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, αλλά και ζουν – βιώνουν τις εντάσεις των συγκρούσεων. Ερευνητικά δεδομένα με τις οργανωσιακές συγκρούσεις έδειξαν ότι ένα μέτριο ποσοστό ουσιαστικής σύγκρουσης κρίνεται απαραίτητο για την επίτευξη ενός άριστου επιπέδου απόδοσης και ικανοποίησης στην εργασία (R.A.M. Rahim, T.B. Bonama, 1979: 44: 1326). Αναπόφευκτες είναι επομένως και οι κάθε είδους και τύπου συγκρούσεις στα σχολεία, στους εκπ/κους οργανισμούς, αφού το σχολικό περιβάλλον αξιωματικά στηρίζεται στη συνεργασία και την αλληλεπίδραση διδασκόντων και μαθητών μεταξύ τους ως μελών της σχολικής κοινότητας.

Οι συγκρούσεις στα σχολεία δεν είναι ούτε καλές ούτε κακές αυτές καθεαυτές και μπορεί να έχουν και αρνητικά και θετικά αποτελέσματα. Έχουν την αιτία της στις δομές του εκπαιδευτικού συστήματος, τις διαδικασίες και μπορούμε να συντελέσουν, ώστε όλοι να κατανοήσουμε ότι είναι ένα από τα βαθύτερα και πιο περίπλοκα προβλήματα των σχολείων και απαιτούν σωστή διαχείριση.
 
              Βασικές στρατηγικές αρχές διαχείρισης των ενδοσχολικών συγκρούσεων.
 
Η διαχείριση των ενδοσχολικών συγκρούσεων έχουν τις δυσκολίες αντιμετώπισης τους, εξαιτίας του απρόβλεπτου χαρακτήρα τους, αλλά και για το ότι αρκετές από αυτές μπορούν ν’ ασκήσουν σημαντικές επιρροές σε όλα τα μέλη της σχολικής κοινότητας και στα πρόσωπα εκείνα που σχετίζονται με οποιονδήποτε τρόπο με τα σχολεία.

Είναι επομένως αναγκαία, η προετοιμασία των σχολικών μονάδων και η λήψη μέτρων στην σωστή αντιμετώπιση και διαχείριση των ενδοσχολικών συγκρούσεων. Περισσότερο από κάθε άλλο οργανισμό τα σχολεία χρειάζονται τη διαχείριση των αναφυόμενων συγκρούσεων.

Η διαχείριση των συγκρούσεων στα σχολεία διαλαμβάνει τακτικές και μεθόδους προκειμένου να περιορίσουμε τις αρνητικές πλευρές της σύγκρουσης και ν’ αυξήσουμε τις θετικές πλευρές. Ως διαχείριση των συγκρούσεων στη σχολική κοινότητα εννοούμε τη διαδικασία εκείνη για την επίλυση των διαφωνιών και την ελαχιστοποίηση τους που προκύπτουν από υποκειμενικές ή αντικειμενικές διαφορές μεταξύ των εμπλεκομένων μαθητών, αλλά και καθηγητών (Greenhalgh 1986). Στόχος της διαχείρισης των συγκρούσεων είναι η ενίσχυση της μάθησης και των αποτελεσμάτων της ομάδας, συμπεριλαμβανομένης της αποτελεσματικότητας του εκπ/κου έργου ή της απόδοσης στην οργανωτική ρύθμιση. ( Βλ. Rahim 2002, Orlando and Law 2000, Booker and Jameson 2001, Rahim A. Bonoma T.B. 1979 Kuhn and Poole 2000, Gurch and Marks 2001).

Σύμφωνα με τα παραπάνω βιβλιογραφικά δεδομένα διαχείριση συγκρούσεων είναι η πρακτική εκείνη στο πλαίσιο της σχολικής ζωής που αναγνωρίζει και επιλαμβάνεται της σύγκρουσης μ’ ένα λογικό, δίκαιο, αποτελεσματικό και προπαντός παιδαγωγικό τρόπο. Η διαχείριση συγκρούσεων απαιτεί ικανότητες αποτελεσματικής επικοινωνίας και σχέσεων από μέρους των ηγετικών στελεχών της εκπ/σης, διευθέτησης των προβλημάτων και ικανότητα διαπραγμάτευσης σε ικανοποιητικό βαθμό. Η ικανότητα δε για επιτυχή μείωση και επίλυση – διευθέτηση των συγκρούσεων είναι μια σημαντική δεξιότητα για Δντες/Δντριες σχολικών Μονάδων που στοχεύουν στην ανάπτυξη της σχολικής μονάδας και στην ποιοτική αναβάθμιση της παρεχόμενης εκπ/σης και αγωγής. Οι Δντες/Δντριες των σχολείων και οι Σχολικοί Σύμβουλοι κυρίως στα σχολεία Παιδαγωγικής Ευθύνης βρίσκονται αντιμέτωποι με την κλασσική αντιπαράθεση μεταξύ των προσωπικών αναγκών και των οργανωτικών αναγκών απαιτώντας από αυτούς να περνούν ένα μεγάλο μέρος του χρόνου στην προσπάθεια «διαμεσολάβησης» για την επίλυσή τους. Η «παιδαγωγική» στρατηγική σε μια δεδομένη κατάσταση απαιτεί ακριβή προσδιορισμό τόσο της προέλευσης των συγκρούσεων και των συμμετεχόντων μαθητών και προσωπικού, όπως και στις σχέσεις τους, ώστε να εφαρμοστεί η πλέον αποτελεσματική τεχνική ανάλυση (Dennis L. Treslam in: www.mun.co/edud faculty-watch/vol 1L/tralen. htm)

Η διαμεσολάβηση (mediation) ως μια καταναγκαστική διαδικασία και τεχνική διαχείρισης των συγκρούσεων βασισμένη στο πραγματικό ενδιαφέρον για το πρόβλημα και την επίλυσή του υιοθετήθηκε το 1970, γιατί μέχρι τότε επικρατούσε η νομική διευθέτηση – επίλυση των συγκρούσεων με προσφυγή στα δικαστήρια. Από νομικής απόψεως η διαμεσολάβηση συνιστά εναλλακτική μορφή επίλυσης των συγκρούσεων. Λίγο αργότερα, η «διαμεσολάβηση» χρησιμοποιήθηκε τόσο ως μέθοδος αυτοβοήθειας στους χώρους εργασίας (self mediation, διαμεσολάβηση ενός ατόμου για την επίλυση μη σημαντικών διαφορών στο χώρο της εργασίας), όσο και ως διοικητική τεχνική (managerial mediation) για την επίλυση των συγκρούσεων μέσα στους οργανισμούς, πριν δώσει οριστικά τη θέση της στη στρατηγική διαχείρισης των οργανωσιακών συγκρούσεων (Conferet management) (York 2000).

Το επίκεντρο των μελετών γύρω από το πρόβλημα στο πως οι άνθρωποι ανταποκρίνονται στη σύγκρουση είχε ως αποτέλεσμα της συναίνεση των πέντε μορφών διαχείρισης των συγκρούσεων: α) Αποφυγή – παραμέληση, β) Ανταγωνισμός – Κυριαρχία, γ) Κατανομή – Συμβιβασμός, δ) Κατάλυμα – κατευνασμός, ε) Συνεργασία – ένταξη (Thomas -  Pahim).

Δεδομένου ότι η σύγκρουση ιδιαίτερα στο σχολικό περιβάλλον είναι αναπόφευκτη φαινομενικά, είναι απαραίτητο για τους διαχειριστές σχολικούς ηγέτες να είναι σε θέση να αναγνωρίζουν τη σύγκρουση, να διαβλέπουν ότι είναι εποικοδομητική, καθώς και καταστροφική να μάθουν με ποιο τρόπο να διαχειρίζονται συγκρούσεις και να εφαρμόζουν στην επίλυσή τους στρατηγικές διαχείρισης με πρακτικό και αποτελεσματικό τρόπο. Οι Δντες/Δντριες των σχολείων ως ηγέτες της σχολικής μονάδας και οι Σχ. Σύμβουλοι ως «διαμεσολαβητές» κυρίως στα σχολεία «Παιδαγωγικής Ευθύνης» επιβάλλεται να επιλύουν τις συγκρούσεις των καθηγητών και μαθητών τους και να δίνουν προσοχή στα παρακάτω: α) Στη φύση της σύγκρουσης, β) Στην έντασή της, γ) Στα πρόσωπα που εμπλέκονται και δ)  Στη σοβαρότητα των θεμάτων.

Ακόμη επιβάλλεται να υιοθετήσουν μια ολοκληρωμένη τακτική σε επίπεδο σχολικής κοινότητας, τάξεων και του ευρύτερου κοινωνικού περίγυρου για τη διευθέτηση και αντιμετώπιση των σχολικών συγκρούσεων. Κυρίως όμως επιβάλλεται να υιοθετήσουν και ενστερνιστούν οι ίδιοι και το διδακτικό προσωπικό του σχολείου μη τιμωρητικές μεθόδους διαχείρισης των περιστατικών συγκρούσεων στο χώρο του σχολείου. Οι δράσεις τους και οι ενέργειές τους, όπως και οι διδακτικές παρεμβάσεις τους θα πρέπει να κατατείνουν να εξαλείψουν τις σχολικές συγκρούσεις – εκφοβισμό, χωρίς να νιώσουν οι θύτες κατηγορούμενοι ότι κάθονται σε ανακριτική καρέκλα και χωρίς να διατυπώνουν απειλές. Αντίθετα να καταβάλλουν προσπάθειες ν’ αυξήσουν την ενσυναίσθηση τους για τα θέματα, να εμπλέξουν και άλλους συμμετέχοντες στον εκφοβισμό ή και τους γονείς και τα μέλη του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων. Μέλημά τους επιβάλλεται να είναι η δημιουργική διαχείριση των συγκρούσεων στα σχολεία. (Βλ. Εγχειρίδιο που περιέχει δραστηριότητες που μπορούν να εφαρμόσουν εκπ/κοί όλων των βαθμίδων H.R. Edu Services Human Rights and Education Network www.humanrights-edu-cy.org. Διαμεσολάβηση Συνομηλίκων για την επίλυση των Συγκρούσεων στα σχολεία, Εγχειρίδιο για εκπ/κούς και ενηλίκους, Λεμεσός 2007).

Μετά από τα παραπάνω αναφερθέντα προκύπτει ότι βασικές αρχές στη διαχείριση των ενδοσχολικών συγκρούσεων, από τους σχολικούς ηγέτες και κυρίαρχο στοιχείο της όλης μεθοδολογίας για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του συγκρουσιακού φαινομένου είναι ο διαλεκτικός τρόπος σκέψης και λειτουργίας όλων των εκπ/κών παραγόντων.